- ευεργέτης
- ο , ευεργέτισσα [-ις (-ιδος)] η благотворитель, -ница, благодетель, -ница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Εὐεργέτης — benefactor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργέτης — benefactor masc nom sg εὐεργετέω to be a benefactor imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) εὐεργετέω to be a benefactor imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεργέτης — ο, θηλ. ευεργέτις και ευεργέτιδα και ευεργέτισσα (ΑΜ εὐεργέτης, θηλ. εὐεργέτις και εὐεργέτισσα) αυτός που προσφέρει ευεργεσία, αγαθή και ωφέλιμη πράξη σε κάποιον νεοελλ. 1. τίτλος που απονέμεται από κάποιο ίδρυμα σε άτομα για την προσφορά μεγάλου … Dictionary of Greek
ευεργέτης — ο θηλ. ισσα αυτός που ευεργετεί, που δίνει αξιόλογη βοήθεια σε κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐεργετῇς — εὐεργετέω to be a benefactor pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργέται — εὐεργέτης benefactor masc nom/voc pl εὐεργέτᾱͅ , εὐεργέτης benefactor masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐεργετῶν — Εὐεργέτης benefactor masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετῶν — εὐεργέτης benefactor masc gen pl εὐεργετέω to be a benefactor pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐεργέταις — Εὐεργέτης benefactor masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργέταις — εὐεργέτης benefactor masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐεργέτην — Εὐεργέτης benefactor masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)